Aristotle Giannakouros’ Music and Writings. Part of the Office’s installation “Sentimental Topography” (in collaboration with H.Hari)
Ενας μοναχικός περίπατος
Εκείνη τη μέρα δεν έβρεχε, κι’οι πέτρες είχαν πιάσει γιά τα καλά τη συζήτηση πίσω απ’τους φράχτες και τους κήπους.Τους αγκαλιασμένους φράχτες με τα ιδωμένα και τ’ ανείπωτα, τους κήπους με τα μυστικά και τα βουβά χείλη. Σπίτια καρτερικά ολόγυρα, μες τα ζεστά τους πανωφόρια, με φαγωμένες πόρτες απ’το καλωσόρισμα με κεραμίδια και γωνιές που σε σκέπαζαν με τόση φροντίδα– μή νοιώσεις μόνος μες τη βαρυχειμωνιά,μή σου λείψει η βραδυνή παρέα στο γνώριμό σου καλοκαίρι– και μιά μυρωδιά χαδιού να τρέχει σ’ένα ρυάκι ήμερο, με τις όχθες σμιλεμένες από ανάσες ξεγνοιασιάς και γνώσης. Κάποια παιδιά όργωναν τους μικρούς δρόμους με το αγιασμένο αλέτρι της φωνής τους ενώ τα γνώριμα γαυγίσματα των αδέσποτων έστελναν μικρές ματιές φιλίας και υπομονής για μιά μπουκιά μονάχα απ’ένα βιαστικό ξεροκόμματο, ζυμωμένο από αθωότητα. Το διαπεραστικό βλέμμα της μητέρας είχε κιόλας φτάσει στο ηλιοβασίλεμα δίχως κόπο, θέλοντας να προλάβει, γιατί γνώριζε πολύ καλά το αναπάντεχο. Ηταν μιά μέρα που τα ζύγιζε όλα. Καμμιά μέλισσα δεν βούιζε άσκοπα.Κανένα λουλούδι δεν περίσσευε. Ολοι οι τοίχοι είχαν παρέα τους απέναντι και το γεράκι πέταγε με τη σκέψη του στη γη, ατρόμητο, αλλά με τα σωθικά γεμάτα απ’τις ύστατες πνοές των πεθαμένων που χρόνια μάζευε απ’τους αέρηδες όπως ο φιλάργυρος μαζεύει το χρυσό, νόμισμα το νόμισμα.Λίγο πιο πέρα στο κοιμητήρι, η πρωινή δροσιά είχε αφήσει τα δάκρυά της πάνω στους σταυρούς, καθημερινό μνημόσυνο χαράς για ‘κείνους, για εμάς, λειτουργία χωρίς καμπάνες και καλέσματα.
Ενα μακρόσυρτο γιατί,.. σου’κοβε την ανάσα,.. μα το συνήθισες.
Δυό βήματα πιό πάνω περίμεναν κι’άλλοι. Δυό βήματα πιό κάτω, το κρεμμασμένο κάδρο απ’ το καρφί της αμφισβήτησης, με τη σκέψη στην επόμενη πτώση στο επόμενο ίσως, έμοιαζε πιό γέρικο από ποτέ.
Μιά δρασκελιά ακόμα γιά να φτάσει ο απόηχος απ’τα γενόμενα, αλλά πάλι ο άνεμος των σκέψεων υψώθηκε σ’ ένα πολύβουο τείχος, στέρεο, συμπαγές, για να γίνει κι’αυτός ο περίπατος,κι’ αυτή η γιορτή, να στρωθεί κι’αυτό το τραπέζι.
Ηταν αυτός ο περίπατος ο καρπός και το λουλούδι μαζί.
Ηταν αυτή η πομπή το οτιδήποτε και το μοναδικό, το βήμα και η άρνηση.
Ηταν το ήταν και το τώρα, μα όχι το μετά.
Η γριούλα με το δεμάτι στη πλάτη έρχονταν στο κάλεσμα γιά ένα γλυκό λόγο,γιά ένα άπλωμα της παλάμης, γιά ένα μικρό κέρασμα χαμόγελου.Η κοπέλα έρχονταν για ένα μοίρασμα δροσιάς για ένα βλέμμα δίχως υπόνοια κι’ ο μοναχικός ταξιδιώτης μετρούσε το έδαφος με τα βήματά του κάθε τόσο, με μιά ήρεμη σκέψη, σαν να μέτραγε τις χάντρες από ένα κομπολόι περασμένο σε μιά σοφή παλάμη. Τότε ξαφνικά τα σπίτια έβγαλαν τα πανωφόρια τους, οι γωνιές και τα κεραμίδια απλώθηκαν σαν ένα προαιώνιο υφαντό, οι κήποι άρχισαν να μιλούν,οι φράχτες πιασμένοι χέρι-χέρι σ’ένα χορό, ο περίπατος μάκρυνε, ο ήλιος δεν ήταν μόνος, η περηφάνεια είχε κατέβει απ’ το άλογό της και κοίταζε σκυφτή το χορτάρι με τη στάλα της ευτυχίας πάνω του,οι πέτρες σφράγισαν πάλι τα χείλη γιατί τώρα έβλεπαν και η ώρα τρέχοντας αλλά μη μπορώντας ν’ακολουθήσει αυτή τη λιτανεία των απλών, ξάπλωσε στη παιδική αιώρα κι’αποκοιμήθηκε, αφήνοντας το ιδρωμένο μέτωπό της δώρο, σαν μιά παλέτα διάφανων χρωμάτων, στη διάθεση του αυριανού διαβάτη…
Απόηχος μιάς κιθάρας
Πικρό το φόρεμά σου…
Κι’εκείνοι έρχονταν ν’ ακούσουν… να περιμένουν αυτά τα 6 σήμαντρα να γίνουν ένα. Σήμερα δεν είναι μέρα να μιλάς… Δεν είναι μέρα να ακούς…Μόνο να βλέπεις…
Μαύρο το φόρεμά σου…
Κι’η θέση άχνιζε ακόμα, γεμάτη από μιά καλωσυνάτη ανταύγεια.. από ένα θυμίαμα του χθές….
Αντανάκλαση
Δες εκείνο τον κουβά πως ενοχλεί κάθε τόσο το γέρικο πηγάδι, με τη διάφανη σιωπή του, με τις ρυτίδες στο λαιμό του και τις μικρές ουλές στις πλάτες του, σημάδια φυγής αλλά και κατοικίας του νερού που έχει μες’στα σπλάχνα του. Κι’εκείνος ο διάλογος με το σκοινί και το μαγγάνι και το νερό που περισσεύει σε κάθε ανέβασμα του κουβά και τρέχει πάλι κάτω μιλώντας αλλά και ακούγοντας τις μικρές αναταράξεις με τις αντανακλάσεις και τα νεύματα του αποχωρισμού; Είναι σαν εκείνο το αν που ενοχλεί κάθε τόσο και τη δική σου ζωή και θέλεις άλλοτε να του μιλήσεις κι’άλλοτε να το ακούσεις. Αν δεν βρείς το σκοινί με τον κουβά τότε το νερό στο πηγάδι θα πετρώσει και η διάφανη σιωπή θα γίνει πέτρινη κραυγή, ώσπου να μπορέσεις να διαβάσεις την αντανάκλαση του ΑΝ μέσα στη δική σου διάφανη σιωπή. Δηλαδή το ΝΑ. Αυτό το ΝΑ που τόσο έψαχνες και ψάχνεις, αυτό το ΝΑ που τόσο σε ομορφαίνει…..
Το καφενεδάκι
Η πόλη ακούμπισε προσεκτικά το δικό της σκίτσο στην απέναντι πολυκατοικία. Κι’ήταν εύθραυστο.Το ακούμπισε σ’εκείνο τον τοίχο, δίπλα στα μπαλκόνια, που βολεύτηκαν πιο κοντά το ένα με το άλλο για να μείνει λίγος χώρος. Μιά άδεια αυλαία. Να όμως που αυτά τα μπαλκόνια τώρα βλέπουν.Να όμως που τώρα ακούνε.Βλέπουν αυτό το σκίτσο ζωντανό και κάποιες-κάποιες στιγμές να αλλάζει.
Βλέπουν κι’εκείνο το καφενεδάκι από ψηλά, που ακουμπά όχι από κούραση, στο δάπεδο, εκεί στον ακάλυπτο…στους γύρω ακάλυπτους. Βλέπουν κι’ανθρώπους να’ρχονται και να φεύγουν.Να κάθονται κι’εκείνοι μερικές φορές όπως κι’αυτά κοντά- κοντά, κι’άλλες όμως μακρυά,κι’ας μην είναι άγνωστοι.Οπως και να’χει, το σκίτσο σ’αυτή τη πολυκατοικία, τους προδίδει…Κι’ύστερα… ήταν κι’ο λόγος,οι ψίθυροι,οι συζητήσεις…Γι’αυτά θα φρόντιζε η ηχώ.Μικρή χορεύτρια που στροβιλίζεται από μπαλκόνι σε μπαλκόνι τραγουδώντας μια παραλλαγμένη αλήθεια ή ένα ψέμα…
Σηκώθηκε αργά απ’το τραπέζι… χωρίς να κοιτάξει γύρω του.Τα βήματά του έτρεχαν πιο πέρα…Η παράσταση στον απέναντι τοίχο μόλις είχε αρχίσει.. χωρίς εκείνον.Αυτός θ’ακολουθούσε το αργοκύλισμα της σκέψης σ’ένα μικρό δρομάκι μυρωμένο.
Το καφενεδάκι σ’αυτή τη γωνιά της πόλης,χίλια και κάτι ίσως μέτρα πριν απ’ το απαύγασμα του παγκόσμιου πολιτισμού,πριν τον Παρθενώνα,να προσπαθεί να πάρει ανάσες, περιτριγυρισμένο από ξεθωριασμένες πολυκατοικίες,μπαλκόνια και απλωμένα ρούχα που αιωρούνται για να ζήσουν τα σπουδαία,άναψε τα λιγοστά κεράκια στα τραπέζια του και σαν μοναδικός μάρτυρας μιάς πραγματικότητας, συνέχισε όπως μόνο εκείνο ήξερε να κάνει, πότε να ενώνει και πότε να απομακρύνει ανθρώπινες παλάμες …
Αργό νυχτερινό χειροκρότημα για’σένα,για’κείνη,γι’αυτόν…
Χειροτεχνία Στο κάτω-κάτω της γραφής τί ψάχνουμε; Μιά αθωότητα, μιά αστραφτερή ματιά, μια παιδική αφέλεια,έναν γυρισμό,μια ζυγισμένη σκέψη και χρώματα γιά να βάψουμε το τώρα, που ούτως ή άλλως θα το πλησιάσουμε αύριο. Και φτιάχνουμε μ’αυτά τα λίγα που όμως περισσεύουν έναν χαρταετό, για να πετάξει έστω κι’αν δεν φυσάει ο παιδικός αέρας… έστω κι’αν βάλει άλλη φορεσιά ο ουρανός… Κι’ενώ τον είχαμε πριν λίγο δίπλα μας στη γη, τώρα τον βλέπουμε στο άβατο με μια πινελιά που κανείς μας δεν έβαλε.Ομως η ματιά μας κοιτάζει αυτή την πινελιά με μια λαχτάρα ντυμένη με το τόσο γνώριμο παλτό της απληστίας.Κάποτε ο σπάγγος θα κοπεί κι’αυτός ο χαρταετός των αλησμόνητων θα φύγει μακρυά αφήνοντας στα ουράνια αυτή την πινελιά… γνήσια υπογραφή του ανέσπερου έρωτα.